Hrokafullur á grísku
Þýðing: hrokafullur, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
υπερόπτης, αλαζόνας, υπεροπτικός, αλαζονικός, υποθέτοντας, υποθέτοντας ότι, αν υποτεθεί, και αν υποτεθεί, υποτεθεί
Önnur tungumál
Skyld orð: hrokafullur
hrokafullur orðabók, hrokafullur skilgreining, hrokafullur tungumála orðabók gríska, hrokafullur á grísku
Þýðingar
- hrjóstur á grísku - σκληρός, τραχύς, πρόχειρος, Ροχαλητό, το ροχαλητό, snoring, ρόγχος, ...
- hrjóta á grísku - ροχαλίζω, Ροχαλητό, το ροχαλητό, snoring, ρόγχος, ροχαλητού
- hroki á grísku - αυθάδεια, έπαρση, υπεροψία, αλαζονεία, υπερηφάνεια, υπερηφάνειας, περηφάνια, ...
- hrokkinn á grísku - κατσαρός, σγουρός, ράγες, σιδηροτροχιές, σιδηροτροχιών, τροχιές, κιγκλιδώματα
Orð af handahófi
Hrokafullur á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: υπερόπτης, αλαζόνας, υπεροπτικός, αλαζονικός, υποθέτοντας, υποθέτοντας ότι, αν υποτεθεί, και αν υποτεθεί, υποτεθεί
Þýðingar: υπερόπτης, αλαζόνας, υπεροπτικός, αλαζονικός, υποθέτοντας, υποθέτοντας ότι, αν υποτεθεί, και αν υποτεθεί, υποτεθεί