Hrun á grísku
Þýðing: hrun, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
καταρρέω, σωριάζομαι, χαλώ, ρήμαγμα, χαντακώνω, δυστύχημα, σύγκρουση, συντριβή, σύγκρουσης, συντριβής
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: hrun
hrun the barbarian, hrun sovétríkjanna, harun yahya, run 2, hrun marathi movie song, hrun tungumála orðabók gríska, hrun á grísku
Þýðingar
- hrufóttur á grísku - μονός, απρεπής, σκαμπρόζικος, τραχύς, ΞοαοΓοιίΞ, scabrous
- hrukka á grísku - πτυχή, ζάρα, ρυτίδα, ζάρωμα, ρυτιδώνω, ρυτίδων, των ρυτίδων, ...
- hryggbrot á grísku - απόρριψη, σπονδυλική, σπονδυλικής, σπονδυλικών, της σπονδυλικής, σπονδυλικού
- hryggja á grísku - πενθώ, θρηνώ, αγωνία, καημός, θλίβομαι, ατυχία, θλίψη, ...
Orð af handahófi
Hrun á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: καταρρέω, σωριάζομαι, χαλώ, ρήμαγμα, χαντακώνω, δυστύχημα, σύγκρουση, συντριβή, σύγκρουσης, συντριβής
Þýðingar: καταρρέω, σωριάζομαι, χαλώ, ρήμαγμα, χαντακώνω, δυστύχημα, σύγκρουση, συντριβή, σύγκρουσης, συντριβής