Hugvit á grísku

Þýðing: hugvit, Orðabók: íslenska » gríska

Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
εφευρετικότητα, ευφυΐα, εξυπνάδα, ευφυία, ευστροφία, επινοητικότητα
Hugvit á grísku
Skyld orð
Önnur tungumál

Skyld orð: hugvit

hugvit hf, hugvit og hönnun, hugvit tungumála orðabók gríska, hugvit á grísku

Þýðingar

  • hugvekja á grísku - παραίνεση, προτροπή
  • hugvilla á grísku - αυταπάτη, ψευδαίσθηση, πλάνη, παραληρητική ιδέα, αυταπάτης
  • hugða á grísku - τόκος, επιτόκιο, ενδιαφέρον, κρίνεται, κριθεί, κρίνονται, κριθούν, ...
  • hulda á grísku - εχεμύθεια, μυστικότητα, κρυμμένο, κρυμμένα, κρυφό, κρυμμένη, κρύβεται
Orð af handahófi
Hugvit á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: εφευρετικότητα, ευφυΐα, εξυπνάδα, ευφυία, ευστροφία, επινοητικότητα