Kaupsýsla á grísku
Þýðing: kaupsýsla, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
επιχείρηση, δουλειά, υπόθεση, δουλειές, απόκτηση, απόκτησης, εξαγορά, αγορά, εξαγοράς
Önnur tungumál
Skyld orð: kaupsýsla
kaupsýsla tungumála orðabók gríska, kaupsýsla á grísku
Þýðingar
- kaupandi á grísku - αγοραστής, Υπηρεσίες, υπηρεσιών, τις υπηρεσίες, Services, οι υπηρεσίες
- kaupmaður á grísku - έμπορας, έμπορος, έμπορο, εμπόρου, επιχειρηματίας, επιχειρηματία
- kaupsýslumaður á grísku - επιχειρηματίας, επιχειρηματία, επιχειρηματίας που, επιχειρηματία που
- kaðall á grísku - καλώδιο, καλωδίου, καλωδιακή, καλωδίων, καλωδιακής
Orð af handahófi
Kaupsýsla á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: επιχείρηση, δουλειά, υπόθεση, δουλειές, απόκτηση, απόκτησης, εξαγορά, αγορά, εξαγοράς
Þýðingar: επιχείρηση, δουλειά, υπόθεση, δουλειές, απόκτηση, απόκτησης, εξαγορά, αγορά, εξαγοράς