Krefja á grísku
Þýðing: krefja, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
ζητώ, απαιτώ, ζήτηση, απαίτηση, απαιτούν, απαιτείται, απαιτήσει, απαιτεί, απαιτούν από
Önnur tungumál
Skyld orð: krefja
krefja tungumála orðabók gríska, krefja á grísku
Þýðingar
- krani á grísku - βρύση, παρακεντώ, γερανός, γερανού, γερανό, γερανών, του γερανού
- krappur á grísku - στενός, Βάσεις, Στηρίγματα, Βάσεις Στήριξης, Στήριξης, Βραχίονες
- kroppur á grísku - σώμα, Kropp
- kross á grísku - διασχίζω, σταυρός, γέμισμα, Σταυρός, Σταυρού, Cross, Σταυρό, ...
Orð af handahófi
Krefja á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: ζητώ, απαιτώ, ζήτηση, απαίτηση, απαιτούν, απαιτείται, απαιτήσει, απαιτεί, απαιτούν από
Þýðingar: ζητώ, απαιτώ, ζήτηση, απαίτηση, απαιτούν, απαιτείται, απαιτήσει, απαιτεί, απαιτούν από