Laug á grísku
Þýðing: laug, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
λουτρό, μπάνιο, μπανιέρα, πισίνα, πισίνας, pool, στην πισίνα, της πισίνας
Önnur tungumál
Skyld orð: laug
laugh lines, laugh gif, laung da lashkara, laugh in, laug batak, laug tungumála orðabók gríska, laug á grísku
Þýðingar
- langur á grísku - μακρύς, μεγάλος, μεγάλο, μακρά, καιρό, μακράς
- latur á grísku - νωχελής, τεμπέλης, τεμπέληδες, τεμπέλης για, τεμπέλικο, lazy
- laum á grísku - εχεμύθεια, μυστικότητα, λαθραία, stealth, μυστικότητας, μυστικές
- laumast á grísku - σπιούνος, Sneak, έρπω, Γλιστρήστε, πηγαίνω λαθραίως
Orð af handahófi
Laug á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: λουτρό, μπάνιο, μπανιέρα, πισίνα, πισίνας, pool, στην πισίνα, της πισίνας
Þýðingar: λουτρό, μπάνιο, μπανιέρα, πισίνα, πισίνας, pool, στην πισίνα, της πισίνας