Leiða á grísku
Þýðing: leiða, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
λουρί, μόλυβδος, ηγούμαι, οδηγήσουν, να οδηγήσει, οδηγήσει, οδηγούν, οδηγεί
Önnur tungumál
Skyld orð: leiða
eiga leið, leiða líkur að, leiða til lykta, leiða campingvogn, leiða bil, leiða tungumála orðabók gríska, leiða á grísku
Þýðingar
- leita á grísku - αναζήτηση, έρευνα, Αναζήτηση, αναζήτησης, Η αναζήτηση, αναζήτησή
- leið á grísku - τρόπος, τρόπο, τον τρόπο, δρόμο, τρόπος για
- leiðangur á grísku - εκστρατεία, Expedition, αποστολή, εκστρατείας, Αποστολής
- leiðinlegur á grísku - βαρετός, βαρετό, βαρετή, βαρετά, τρυπώντας, βαρετές
Orð af handahófi
Leiða á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: λουρί, μόλυβδος, ηγούμαι, οδηγήσουν, να οδηγήσει, οδηγήσει, οδηγούν, οδηγεί
Þýðingar: λουρί, μόλυβδος, ηγούμαι, οδηγήσουν, να οδηγήσει, οδηγήσει, οδηγούν, οδηγεί