Mótdrægur á grísku

Þýðing: mótdrægur, Orðabók: íslenska » gríska

Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
ευμενής, ευνοϊκός, κατά της ιδέας, ενάντια στην ιδέα, εναντίον της ιδέας, αντιτίθεται στην ιδέα, αντίθετος στην ιδέα
Mótdrægur á grísku
Skyld orð
Önnur tungumál

Skyld orð: mótdrægur

mótdrægur tungumála orðabók gríska, mótdrægur á grísku

Þýðingar

  • míga á grísku - ουρώ, ούρο, piss, κάτουρο, κάτουρα
  • mínúta á grísku - μικροσκοπικός, λεπτό, λεπτομερής, πρακτικά, λεπτά, λεπτών, λεπτά με, ...
  • mótgangur á grísku - Μονά, Odd, Μονός, αριθμός Mονός αριθμός, Mονός αριθμός
  • móti á grísku - εναντίον, προς, κατά, έναντι, κατά της, από
Orð af handahófi
Mótdrægur á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: ευμενής, ευνοϊκός, κατά της ιδέας, ενάντια στην ιδέα, εναντίον της ιδέας, αντιτίθεται στην ιδέα, αντίθετος στην ιδέα