Persóna á grísku
Þýðing: persóna, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
πρόσωπο, άνθρωπος, άτομο, χαρακτήρας, χαρακτήρα, χαρακτήρων, του χαρακτήρα, το χαρακτήρα
Önnur tungumál
Skyld orð: persóna
persóna sagna, persóna og tala sagna, sociálna persóna, persóna og tala sagnorða, áhugaverð persóna, persóna tungumála orðabók gríska, persóna á grísku
Þýðingar
- peningar á grísku - λεφτά, χρήματα, χρήμα, χρημάτων, τα χρήματα, χρήματος
- penni á grísku - μάντρα, στυλό, πένα, συσκευή τύπου πένας, πένας, τύπου πένας
- poki á grísku - τσάντα, σακούλα, σάκο, σάκος, σακούλας
- pollur á grísku - λιμνούλα, πισίνα, λούτσα, λακκούβα με νερό, λακκούβας, Puddle, λακκούβα, ...
Orð af handahófi
Persóna á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: πρόσωπο, άνθρωπος, άτομο, χαρακτήρας, χαρακτήρα, χαρακτήρων, του χαρακτήρα, το χαρακτήρα
Þýðingar: πρόσωπο, άνθρωπος, άτομο, χαρακτήρας, χαρακτήρα, χαρακτήρων, του χαρακτήρα, το χαρακτήρα