Sálrænn á grísku
Þýðing: sálrænn, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
ψυχικός, πνευματικός, ψυχολογικός, ψυχολογική, ψυχολογικής, ψυχολογικές, ψυχολογικά
Önnur tungumál
Skyld orð: sálrænn
sálrænn stuðningur, sálrænn tungumála orðabók gríska, sálrænn á grísku
Þýðingar
- sá á grísku - σπέρνω, ενσπείρω, ο, η, το, την, της
- sál á grísku - ψυχή, Soul, Ψυχής, η ψυχή, της ψυχής
- sápa á grísku - σαπούνι, σαπουνιού, σάπωνα, σάπωνος, σαπούνια
- sátt á grísku - συμφιλίωση, συμφωνία, αρμονία, αρμονίας, την αρμονία, αρμονικά, της αρμονίας
Orð af handahófi
Sálrænn á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: ψυχικός, πνευματικός, ψυχολογικός, ψυχολογική, ψυχολογικής, ψυχολογικές, ψυχολογικά
Þýðingar: ψυχικός, πνευματικός, ψυχολογικός, ψυχολογική, ψυχολογικής, ψυχολογικές, ψυχολογικά