Vald á grísku
Þýðing: vald, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
εξουσία, δύναμη, κύρος, ισχύς, ισχύος, ισχύ
Önnur tungumál
Skyld orð: vald
vladtv, vald debt, val d'isere, vald birn, vald harjumaal, vald tungumála orðabók gríska, vald á grísku
Þýðingar
- upplýsingar á grísku - πληροφορίες, πληροφοριών, πληροφορίες που, πληροφορία, πληροφόρησης
- uppruni á grísku - προέλευση, πηγή, Εθνότητα, Εθνικότητα, ένταξη εθνικότητα, Εθνικοτητα, την εθνικότητα
- vanalegur á grísku - συνήθης, κοινός, συνηθισμένος, συνηθίσει, εξοικειωμένοι, συνηθισμένοι, εξοικειωθούν
- vandi á grísku - έθιμο, δυσκολία, δυσκολίας, δυσκολίες, προβληματικών, δυσχέρεια
Orð af handahófi
Vald á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: εξουσία, δύναμη, κύρος, ισχύς, ισχύος, ισχύ
Þýðingar: εξουσία, δύναμη, κύρος, ισχύς, ισχύος, ισχύ