Viðhafa á grísku
Þýðing: viðhafa, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
διατηρούν, διατηρήσουν, να διατηρήσει, διατηρήσει, διατηρηθεί
Önnur tungumál
Skyld orð: viðhafa
viðhafa tungumála orðabók gríska, viðhafa á grísku
Þýðingar
- viðbót á grísku - πρόσθεση, Επιπλέον, προσθήκη, Εκτός, προσθήκης
- viðgerð á grísku - επισκευάζω, ανακαίνιση, επισκευή, επισκευής, την επισκευή, επιδιόρθωση, επιδιόρθωσης
- viðhöfn á grísku - τελετή, εθιμοτυπία, τελετής, τελετή απονομής, εκδήλωση, τελετή που
- viðleitni á grísku - απόπειρα, προσπάθεια, προσπαθώ, προσπάθειες, προσπαθειών, οι προσπάθειες, προσπάθειές, ...
Orð af handahófi
Viðhafa á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: διατηρούν, διατηρήσουν, να διατηρήσει, διατηρήσει, διατηρηθεί
Þýðingar: διατηρούν, διατηρήσουν, να διατηρήσει, διατηρήσει, διατηρηθεί