Esclusiva in greco
Traduzione: esclusiva, Dizionario: italiano » greco
Lingua di partenza:
italiano
Lingua di destinazione:
greco
Traduzioni:
μονοπώλιο, αποκλειστικό δικαίωμα, αποκλειστικού δικαιώματος, το αποκλειστικό δικαίωμα, αποκλειστικότητα, αποκλειστικό δικαίωμα που
Parole correlate
Altre lingue
Parole correlate: esclusiva
competenza esclusiva, contratto di esclusiva, contratto in esclusiva, esclusiva agenzia immobiliare, esclusiva antonimi, esclusiva dizionario di lingua greco, esclusiva in greco
Traduzioni
- esclamare in greco - αναφωνώ, αναφωνήσει, να αναφωνήσει, αναφωνούσε, exclaim
- escludere in greco - αποκλείω, αποκλείουν, αποκλείει, αποκλείσει, να αποκλείσει, εξαιρούν
- esclusivo in greco - αποκλειστικότητα, αποκλειστικός, αποκλειστική, αποκλειστικό, αποκλειστικά, αποκλειστικής
- escogitare in greco - εφευρίσκω, επινοήσει, επινοήσουν, εκπονήσει, σχεδιάσει, εκπόνηση
Parole a caso
Esclusiva in greco - Dizionario: italiano » greco
Traduzioni: μονοπώλιο, αποκλειστικό δικαίωμα, αποκλειστικού δικαιώματος, το αποκλειστικό δικαίωμα, αποκλειστικότητα, αποκλειστικό δικαίωμα που
Traduzioni: μονοπώλιο, αποκλειστικό δικαίωμα, αποκλειστικού δικαιώματος, το αποκλειστικό δικαίωμα, αποκλειστικότητα, αποκλειστικό δικαίωμα που