Impedire in greco
Traduzione: impedire, Dizionario: italiano » greco
Lingua di partenza:
italiano
Lingua di destinazione:
greco
Traduzioni:
κωλυσιεργώ, εμποδίζω, αποτρέπω, παρακωλύω, προλαβαίνω, δυσχεραίνω, πρόληψη, την πρόληψη, αποτροπή, εμποδίζουν, αποτρέψει
Parole correlate
Altre lingue
Parole correlate: impedire
impedire antonimi, impedire commenti facebook, impedire commenti foto facebook, impedire coniugazione, impedire copia file, impedire dizionario di lingua greco, impedire in greco
Traduzioni
- impeccabile in greco - άψογος, άχραντος, άψογη, επίσης πολλές, άψογο, την άψογη
- impedimento in greco - παρακώλυση, στένωση, εμπόδιο, κώλυμα, κωλύματος, εμπόδια
- impegnare in greco - δεσμεύω, υπόσχομαι, πεδικλώνω, βιβλιοδετώ, εφεδρεία, εχέγγυο, παρακαταθήκη, ...
- impegno in greco - δέσμευση, δέσμευσή, δέσμευσης, τη δέσμευσή, τη δέσμευση
Parole a caso
Impedire in greco - Dizionario: italiano » greco
Traduzioni: κωλυσιεργώ, εμποδίζω, αποτρέπω, παρακωλύω, προλαβαίνω, δυσχεραίνω, πρόληψη, την πρόληψη, αποτροπή, εμποδίζουν, αποτρέψει
Traduzioni: κωλυσιεργώ, εμποδίζω, αποτρέπω, παρακωλύω, προλαβαίνω, δυσχεραίνω, πρόληψη, την πρόληψη, αποτροπή, εμποδίζουν, αποτρέψει