Incespicare in greco
Traduzione: incespicare, Dizionario: italiano » greco
Lingua di partenza:
italiano
Lingua di destinazione:
greco
Traduzioni:
παραπατώ, σκουντουφλώ, τρικλίζω, παραπάτημα, ολίσθημα, σκοντάψει, σκοντάφτουν, παραπατώντας
Parole correlate
Altre lingue
Parole correlate: incespicare
incespicare antonimi, incespicare con le parole, incespicare coniugazione, incespicare cruciverba, incespicare definizione, incespicare dizionario di lingua greco, incespicare in greco
Traduzioni
- incertezza in greco - αβεβαιότητα, ευμεταβλησία, αβεβαιότητας, η αβεβαιότητα, ανασφάλεια, την αβεβαιότητα
- incerto in greco - αμυδρός, αμφίβολος, ακαθόριστος, επισφαλής, ασαφής, αβέβαιος, αβέβαιο, ...
- incessante in greco - ενδελεχής, συνεχής, παντοτινός, ασταμάτητος, αδιάκοπος, ακατάπαυστος, αδιάλειπτη, ...
- incesto in greco - αιμομιξία, αιμομιξίας, την αιμομιξία, η αιμομιξία, της αιμομιξίας
Parole a caso
Incespicare in greco - Dizionario: italiano » greco
Traduzioni: παραπατώ, σκουντουφλώ, τρικλίζω, παραπάτημα, ολίσθημα, σκοντάψει, σκοντάφτουν, παραπατώντας
Traduzioni: παραπατώ, σκουντουφλώ, τρικλίζω, παραπάτημα, ολίσθημα, σκοντάψει, σκοντάφτουν, παραπατώντας