Įprotis graikiškai
Vertimas: įprotis, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
άσκηση, σχέδιο, έξη, χρησιμοποιώ, χρήση, συνήθεια, πρακτική, συνήθειας, συνήθεια να, τη συνήθεια, η συνήθεια
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: įprotis
žalingas įprotis, įprotis sinonimas, geras įprotis, 8 įprotis, 8-asis įprotis, įprotis kalbų žodynas graikų, įprotis graikiškai
Vertimai
- įniršis graikiškai - λυσσομανώ, φουντώνω, οργή, λύσσα, μανία, τρέλα, οργής, ...
- įpratimas graikiškai - χρησιμοποιώ, συνήθεια, έξη, χρήση, οικειότης, οικειότητα, habitude
- įpėdinis graikiškai - διάδοχος, διάδοχο, διαδόχου, διάδοχός, διάδοχό
- įranga graikiškai - εξοπλισμός, εξοπλισμού, εξοπλισμό, τον εξοπλισμό, του εξοπλισμού
Atsitiktiniai žodžiai
Įprotis graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: άσκηση, σχέδιο, έξη, χρησιμοποιώ, χρήση, συνήθεια, πρακτική, συνήθειας, συνήθεια να, τη συνήθεια, η συνήθεια
Vertimai: άσκηση, σχέδιο, έξη, χρησιμοποιώ, χρήση, συνήθεια, πρακτική, συνήθειας, συνήθεια να, τη συνήθεια, η συνήθεια