Dovana graikiškai
Vertimas: dovana, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
χάρισμα, δωρεά, παρουσιάζω, προικοδότηση, συμβολή, πεσκέσι, παρών, συνεισφορά, δώρο, δώρων, δώρου, το δώρο, δώρα
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: dovana
dovana krikstynoms, dovana mamai, dovana sau, dovana broliui, dovana draugei, dovana kalbų žodynas graikų, dovana graikiškai
Vertimai
- dosnus graikiškai - ανοιχτοχέρης, γενναιόδωρος, γενναιόδωρη, γενναιόδωρο, πλούσιο, γενναιόδωρες
- dotacija graikiškai - επιχορήγηση, επιδότηση, χορήγηση, παραχώρηση, χορηγήσει, χορηγούν, χορηγεί
- drabužis graikiškai - ρούχα, ρουχισμός, ένδυμα, ενδύματος, ενδυμάτων, ρούχο, ένδυσης
- drama graikiškai - δράμα, Δράμας, δράματος, το δράμα, Δραματική
Atsitiktiniai žodžiai
Dovana graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: χάρισμα, δωρεά, παρουσιάζω, προικοδότηση, συμβολή, πεσκέσι, παρών, συνεισφορά, δώρο, δώρων, δώρου, το δώρο, δώρα
Vertimai: χάρισμα, δωρεά, παρουσιάζω, προικοδότηση, συμβολή, πεσκέσι, παρών, συνεισφορά, δώρο, δώρων, δώρου, το δώρο, δώρα