Fasonas graikiškai
Vertimas: fasonas, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
εξαναγκάζω, ύφος, σφραγίδα, κατασκευάζω, μάρκα, στιγματίζω, φτιάχνω, στύλος, κάνω, μόδα, μόδας, τρόπο, της μόδας, τη μόδα
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: fasonas
fasonas tai, ne fasonas, fasonas lietuviskai, drabuzio fasonas, fasonas zodynas, fasonas kalbų žodynas graikų, fasonas graikiškai
Vertimai
- farmacininkas graikiškai - φαρμακοποιός, χημικός, φαρμακοποιό, το φαρμακοποιό, τον φαρμακοποιό, φαρμακοποιού
- farmakologija graikiškai - φαρμακολογία, φαρμακολογικής, φαρμακολογίας, φαρμακολογικές, φαρμακολογική
- fazanas graikiškai - φασιανός, φασιανό, φασιανού, φασιανοί, φασιανών
- fazė graikiškai - σκηνή, σκηνοθετώ, φάση, στάδιο, φάσης, φάσεως, φάσεων
Atsitiktiniai žodžiai
Fasonas graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: εξαναγκάζω, ύφος, σφραγίδα, κατασκευάζω, μάρκα, στιγματίζω, φτιάχνω, στύλος, κάνω, μόδα, μόδας, τρόπο, της μόδας, τη μόδα
Vertimai: εξαναγκάζω, ύφος, σφραγίδα, κατασκευάζω, μάρκα, στιγματίζω, φτιάχνω, στύλος, κάνω, μόδα, μόδας, τρόπο, της μόδας, τη μόδα