Grynas graikiškai
Vertimas: grynas, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
δυνατός, συμπαγής, στερεός, ουσιαστικός, αξιόλογος, καθαρός, καθαρό, καθαρή, καθαρά, καθαρής
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: grynas
grynas gyvenimas, grynasis pelnas, grynas maistas, grynas tv, grynas auksas, grynas kalbų žodynas graikų, grynas graikiškai
Vertimai
- grupė graikiškai - δέσμη, ομάδα, συγκρότημα, τσαμπί, όμιλος, μάτσο, συστοιχία, ...
- grybas graikiškai - μανιτάρι, μύκητας, μύκητα, μυκήτων, μύκητες, του μύκητα
- grynieji graikiškai - χρήματα, μετρητά, εξαργυρώνω, μετρητών, ροών, σε μετρητά, ταμειακών
- grėsmė graikiškai - κίνδυνος, απειλή, απειλής, απειλή για, κίνδυνο
Atsitiktiniai žodžiai
Grynas graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: δυνατός, συμπαγής, στερεός, ουσιαστικός, αξιόλογος, καθαρός, καθαρό, καθαρή, καθαρά, καθαρής
Vertimai: δυνατός, συμπαγής, στερεός, ουσιαστικός, αξιόλογος, καθαρός, καθαρό, καθαρή, καθαρά, καθαρής