Iškeisti graikiškai
Vertimas: iškeisti, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
λογομαχία, ανταλλάσσω, διαφωνία, συνάλλαγμα, ανταλλαγή, ανταλλαγής, την ανταλλαγή, ισοτιμία, συναλλάγματος
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: iškeisti
iškeisti kalbų žodynas graikų, iškeisti graikiškai
Vertimai
- išilgai graikiškai - κατά μήκος, μαζί, μήκος, κατά μήκος της
- išimtis graikiškai - εξαίρεση, εκτός, εξαιρουμένων, πλην, εξαίρεσης
- iškrovimas graikiškai - άφεση, εκροή, απολύω, εκπυρσοκρότηση, εκφόρτωση, εκφόρτωσης, την εκφόρτωση, ...
- iškyla graikiškai - εκδρομή, εκστρατεία, εκεί, υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υπάρξει
Atsitiktiniai žodžiai
Iškeisti graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: λογομαχία, ανταλλάσσω, διαφωνία, συνάλλαγμα, ανταλλαγή, ανταλλαγής, την ανταλλαγή, ισοτιμία, συναλλάγματος
Vertimai: λογομαχία, ανταλλάσσω, διαφωνία, συνάλλαγμα, ανταλλαγή, ανταλλαγής, την ανταλλαγή, ισοτιμία, συναλλάγματος