Kauburys graikiškai
Vertimas: kauburys, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
φλεγμονή, πρήξιμο, διογκώνω, καρούμπαλο, κραδασμός, κύρτωμα, καμπούρα, λοφίσκος, ύψωμα, λοφίσκο, λοφίσκων, λοφίσκου
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: kauburys
kauburys kalva, kauburys kalbų žodynas graikų, kauburys graikiškai
Vertimai
- kategorija graikiškai - τάξη, υπάγω, κλάση, οικογένεια, κατηγορία, κατηγορίας, την κατηγορία, ...
- katilas graikiškai - καυστήρας, καζάνι, λέβητας, λέβητα, του λέβητα, boiler, μπόιλερ
- kaukas graikiškai - ξωτικό, Sprite, sprite που, της Sprite, η Sprite
- kaukolė graikiškai - καύκαλο, κρανίο, κρανίου, του κρανίου, το κρανίο
Atsitiktiniai žodžiai
Kauburys graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: φλεγμονή, πρήξιμο, διογκώνω, καρούμπαλο, κραδασμός, κύρτωμα, καμπούρα, λοφίσκος, ύψωμα, λοφίσκο, λοφίσκων, λοφίσκου
Vertimai: φλεγμονή, πρήξιμο, διογκώνω, καρούμπαλο, κραδασμός, κύρτωμα, καμπούρα, λοφίσκος, ύψωμα, λοφίσκο, λοφίσκων, λοφίσκου