Laikyti graikiškai

Vertimas: laikyti, Žodynas: lietuvių » graikų

Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
κατακρατώ, διατείνομαι, εξακολουθώ, διατηρώ, αμπάρι, υποστηρίζω, κρατώ, κρατήστε, κρατήστε πατημένο το, κρατήστε πατημένο, κατέχουν, κατέχει
Laikyti graikiškai
Susiję žodžiai
Kitos kalbos

Susiję žodžiai: laikyti

laikyti negaliojančiu, laikyti angliskai, laikyti spygas, laikyti teises, laikyti teises eksternu, laikyti kalbų žodynas graikų, laikyti graikiškai

Vertimai

  • laikraštis graikiškai - εφημερίδα, χαρτί, χαρτένιος, εφημερίδας, εφημερίδων, εφημερίδες, την εφημερίδα
  • laikrodis graikiškai - φρουρά, βλέπω, ρολόι, παρακολουθώ, παρακολουθήσετε, παρακολουθήσουν, να παρακολουθήσετε
  • laimingas graikiškai - ευτυχισμένος, ευτυχής, ευτυχισμένη, χαρούμενος, ευτυχισμένο
  • laimė graikiškai - διακυβεύω, τύχη, ευδαιμονία, πιθανότητα, κίνδυνος, αποτολμώ, ευκαιρία, ...
Atsitiktiniai žodžiai
Laikyti graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: κατακρατώ, διατείνομαι, εξακολουθώ, διατηρώ, αμπάρι, υποστηρίζω, κρατώ, κρατήστε, κρατήστε πατημένο το, κρατήστε πατημένο, κατέχουν, κατέχει