Nagingas graikiškai
Vertimas: nagingas, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
καλός, εμπειρογνώμων, έντεχνος, ικανός, επιδέξιος, εμπειρογνώμονας, επιτήδειος, ειδικός, προχωρημένος, αγαθός, επιδέξια, επιδέξιο, επιδέξιοι
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: nagingas
nagingas meistras, nagingas reiksme, nagingas angliskai, nagingas kalbų žodynas graikų, nagingas graikiškai
Vertimai
- nafta graikiškai - χονδροειδής, ωμός, ακατέργαστος, λάδι, πετρέλαιο, έλαιο, πετρελαίου, ...
- nagas graikiškai - νύχι, καρφί, πρόκα, νυχιών, των νυχιών, καρφιών
- naikintuvas graikiškai - μαχητής, μαχητή, μαχητικό, μαχητικά, αγωνιστή
- naivumas graikiškai - αθωότητα, αφέλεια, αφέλειας, αφέλειά, την αφέλεια, αγαθοσύνη
Atsitiktiniai žodžiai
Nagingas graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: καλός, εμπειρογνώμων, έντεχνος, ικανός, επιδέξιος, εμπειρογνώμονας, επιτήδειος, ειδικός, προχωρημένος, αγαθός, επιδέξια, επιδέξιο, επιδέξιοι
Vertimai: καλός, εμπειρογνώμων, έντεχνος, ικανός, επιδέξιος, εμπειρογνώμονας, επιτήδειος, ειδικός, προχωρημένος, αγαθός, επιδέξια, επιδέξιο, επιδέξιοι