Orumas graikiškai
Vertimas: orumas, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
αξιοπρέπεια, αξιοπρέπειας, την αξιοπρέπεια, της αξιοπρέπειας, αξιοπρέπειά
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: orumas
orumas reiksme, orumas tai, orumas lietuviu literaturoje, orumas zodynas, orumas ir prisitaikymas, orumas kalbų žodynas graikų, orumas graikiškai
Vertimai
- orkestras graikiškai - ορχήστρα, ταινία, ορχήστρας, Orchestra, Ορχήστρα της, Ορχήστρα του
- ornamentas graikiškai - στολισμός, στολίδι, κόσμημα, διακόσμηση, διακοσμητικό, διακοσμήσεων
- orus graikiškai - αξιοπρεπής, επιβλητικός, αξιοπρεπή, αξιοπρεπείς, αξιοπρεπούς, αξιοπρεπές
- ovalas graikiškai - ωοειδής, οβάλ, ωοειδές, ωοειδή, ωοειδούς
Atsitiktiniai žodžiai
Orumas graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: αξιοπρέπεια, αξιοπρέπειας, την αξιοπρέπεια, της αξιοπρέπειας, αξιοπρέπειά
Vertimai: αξιοπρέπεια, αξιοπρέπειας, την αξιοπρέπεια, της αξιοπρέπειας, αξιοπρέπειά