Plauti graikiškai
Vertimas: plauti, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
πλένω, λουτρό, μπανιέρα, μπάνιο, λούζομαι, πλύνω, πλύσιμο, πλύση, πλύσης, πλύσεως, πλυσίματος
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: plauti
plauti akmenukai jurbarke, plauti akmenukai, plauti indus sapne, plauti automobili kieme, plauti grindis sapne, plauti kalbų žodynas graikų, plauti graikiškai
Vertimai
- plaukuotas graikiškai - τριχωτός, δασύς, μαλλιαρός, τριχωτό, τριχωτών, τριχωτά, εκ τριχωτών
- plaustas graikiškai - σχεδία, σειρά, σχεδίας, λέμβου, σχεδίες
- plautis graikiškai - πνεύμονας, πνεύμονα, του πνεύμονα, πνευμόνων, των πνευμόνων
- plienas graikiškai - ατσάλι, χάλυβας, ατσαλένιος, χάλυβα, σιδήρου και χάλυβα, από χάλυβα
Atsitiktiniai žodžiai
Plauti graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: πλένω, λουτρό, μπανιέρα, μπάνιο, λούζομαι, πλύνω, πλύσιμο, πλύση, πλύσης, πλύσεως, πλυσίματος
Vertimai: πλένω, λουτρό, μπανιέρα, μπάνιο, λούζομαι, πλύνω, πλύσιμο, πλύση, πλύσης, πλύσεως, πλυσίματος