Poveikis graikiškai
Vertimas: poveikis, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
σημασία, συνέπεια, άθλημα, γεγονός, κατάληξη, τεύχος, επίπτωση, αποτέλεσμα, θέμα, έκβαση, επίδραση, ισχύ, αποτελέσματος, επιπτώσεις
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: poveikis
viagros poveikis, salutinis poveikis, poveikis liudytojui, xanax poveikis, poveikis aplinkai, poveikis kalbų žodynas graikų, poveikis graikiškai
Vertimai
- potvynis graikiškai - κατακλυσμός, πλημμυρίζω, πλημμύρες, κατακλύζω, πλημμύρα, πλημμυρών, πλημμύρας, ...
- povas graikiškai - παγόνι, παγώνι, παγωνιού, peacock, ταώς
- pozityvus graikiškai - θετικός, θετική, θετικό, θετικά, θετικές
- požymis graikiškai - σύμπτωμα, ταμπέλα, ιδιότητα, σημαίνω, σήμα, σπίτι, υπογράφω, ...
Atsitiktiniai žodžiai
Poveikis graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: σημασία, συνέπεια, άθλημα, γεγονός, κατάληξη, τεύχος, επίπτωση, αποτέλεσμα, θέμα, έκβαση, επίδραση, ισχύ, αποτελέσματος, επιπτώσεις
Vertimai: σημασία, συνέπεια, άθλημα, γεγονός, κατάληξη, τεύχος, επίπτωση, αποτέλεσμα, θέμα, έκβαση, επίδραση, ισχύ, αποτελέσματος, επιπτώσεις