Rūšis graikiškai
Vertimas: rūšis, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
δακτυλογραφώ, καλός, ξεδιαλέγω, ευγενικός, προσταγή, τακτοποιώ, ποιότητα, είδη, παραγγέλλω, παραγγελία, ποικιλία, είδος, τύπος, εντολή, μορφή, χειροτονία, ειδών, είδους, τα είδη
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: rūšis
rūšis skyrius, rūšis gentis šeima būrys klasė tipas karalystė, rūšis savoka, rūšis sinonimai, rūšis angliškai, rūšis kalbų žodynas graikų, rūšis graikiškai
Vertimai
- rūstus graikiškai - οργισμένος, αυστηρός, θυμωμένος, καψάλισμα, καυτό, καυτή, το καψάλισμα, ...
- rūsys graikiškai - κελάρι, υπόγειο, κάβα, το κελάρι, κελάρι του
- safyras graikiškai - ζαφείρι, Sapphire, σαπφείρου, σάπφειρο, σάπφειρος
- saga graikiškai - σπρώξιμο, σπρώχνω, κουμπί, έπος, Saga, μακρύ περιπετειώδες μυθιστόρημα, η Saga, ...
Atsitiktiniai žodžiai
Rūšis graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: δακτυλογραφώ, καλός, ξεδιαλέγω, ευγενικός, προσταγή, τακτοποιώ, ποιότητα, είδη, παραγγέλλω, παραγγελία, ποικιλία, είδος, τύπος, εντολή, μορφή, χειροτονία, ειδών, είδους, τα είδη
Vertimai: δακτυλογραφώ, καλός, ξεδιαλέγω, ευγενικός, προσταγή, τακτοποιώ, ποιότητα, είδη, παραγγέλλω, παραγγελία, ποικιλία, είδος, τύπος, εντολή, μορφή, χειροτονία, ειδών, είδους, τα είδη