Tarnyba graikiškai
Vertimas: tarnyba, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
επιχείρηση, κατοχή, υπόθεση, επενδύω, επάγγελμα, δουλειές, ρυτίδα, γραμμή, δουλειά, κατάληψη, παρατάσσω, υπηρεσία, υπηρεσίας, εξυπηρέτηση, εξυπηρέτησης, παροχής υπηρεσιών
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: tarnyba
tarnyba kasp, tarnyba sovietu armijoje, tarnyba kariuomeneje, tarnyba viešųjų pirkimų, tarnyba valstybes, tarnyba kalbų žodynas graikų, tarnyba graikiškai
Vertimai
- tarnas graikiškai - υπηρέτρια, υπηρέτης, υπάλληλος, υπάλληλο, υπηρέτη, δούλος
- tarnautojas graikiškai - υπάλληλος, εργαζομένων, των εργαζομένων, εργαζόμενος, εργαζόμενο
- tarp graikiškai - ανάμεσα, μεταξύ, μεταξύ των, μεταξύ της, μεταξύ του
- tarpas graikiškai - χάσμα, κενό, χώρος, διάστημα, χώρο, χώρου, κόπηκε
Atsitiktiniai žodžiai
Tarnyba graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: επιχείρηση, κατοχή, υπόθεση, επενδύω, επάγγελμα, δουλειές, ρυτίδα, γραμμή, δουλειά, κατάληψη, παρατάσσω, υπηρεσία, υπηρεσίας, εξυπηρέτηση, εξυπηρέτησης, παροχής υπηρεσιών
Vertimai: επιχείρηση, κατοχή, υπόθεση, επενδύω, επάγγελμα, δουλειές, ρυτίδα, γραμμή, δουλειά, κατάληψη, παρατάσσω, υπηρεσία, υπηρεσίας, εξυπηρέτηση, εξυπηρέτησης, παροχής υπηρεσιών