Trukti graikiškai
Vertimas: trukti, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
συνεχίζω, καθυστέρηση, συνεχίζομαι, τελευταίος, τελευταία, τελευταίο, τελευταίων, περασμένο
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: trukti
trukti angliskai, trukti trunka truko, trukti trunka, trukti truksta truko, trukti rasyba, trukti kalbų žodynas graikų, trukti graikiškai
Vertimai
- troškulys graikiškai - δίψα, τη δίψα, δίψας, η δίψα, την δίψα
- trukmė graikiškai - μήκος, διάρκεια, διάρκειας, τη διάρκεια, διάρκειά, η διάρκεια
- trumpai graikiškai - κοντολογίς, σύντομα, συντομία, εν συντομία, συνοπτικά, λίγο
- trumpas graikiškai - σύντομος, κοντός, σύντομο, σύντομη, μικρή, σύντομες, μικρής
Atsitiktiniai žodžiai
Trukti graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: συνεχίζω, καθυστέρηση, συνεχίζομαι, τελευταίος, τελευταία, τελευταίο, τελευταίων, περασμένο
Vertimai: συνεχίζω, καθυστέρηση, συνεχίζομαι, τελευταίος, τελευταία, τελευταίο, τελευταίων, περασμένο