Vertimas graikiškai
Vertimas: vertimas, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
παρόρμηση, συστολή, εξαναγκασμός, μετάφραση, μετάφρασης, τη μετάφραση, της μετάφρασης, μεταφραστικές
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: vertimas
vertimas vlt, vertimas lenku lietuviu, vertimas vu, vertimas vdu, vertimas kaina, vertimas kalbų žodynas graikų, vertimas graikiškai
Vertimai
- verslas graikiškai - υπόθεση, επάγγελμα, κατοχή, επενδύω, ρυτίδα, δουλειές, γραμμή, ...
- versmė graikiškai - άνοιξη, βρύση, αναπηδώ, εκτινάσσομαι, πηγή, πηγής, κώδικα, ...
- vertingas graikiškai - πλούσιος, τιμαλφής, πολύτιμος, πολύτιμη, πολύτιμο, πολύτιμες, πολύτιμα
- vertinti graikiškai - αναλογία, βαθμολογώ, βαθμίδα, διακυμαίνομαι, κατατάσσω, φάσμα, βαθμός, ...
Atsitiktiniai žodžiai
Vertimas graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: παρόρμηση, συστολή, εξαναγκασμός, μετάφραση, μετάφρασης, τη μετάφραση, της μετάφρασης, μεταφραστικές
Vertimai: παρόρμηση, συστολή, εξαναγκασμός, μετάφραση, μετάφρασης, τη μετάφραση, της μετάφρασης, μεταφραστικές