Izplešana grieķu valodā
Tulkojums: izplešana, Vārdnīca: latviešu » grieķu
Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
εξάπλωση, μεγέθυνση, διαστολή, διάταση, διάτασης, κοιλίας, της κοιλίας
Citas Valodas
Saistīti vārdi: izplešana
izplešana valodas vārdnīca grieķu, izplešana grieķu valodā
Tulkojumi
- izplatīts grieķu valodā - κοινός, συνηθισμένος, διαδεδομένη, ευρέως διαδεδομένη, εκτεταμένη, διαδεδομένο, ευρεία
- izpletnis grieķu valodā - αλεξίπτωτο, κεκλιμένου επιπέδου, κεκλιμένο επίπεδο, κεκλιμένου αγωγού, αγωγό πτώσεως
- izplešanās grieķu valodā - διαστολή, εξάπλωση, μεγέθυνση, επέκταση, διεύρυνση, επέκτασης, διαστολής, ...
- izprast grieķu valodā - διατρυπώ, διαπερνώ, καταλαβαίνω, κατανοήσουν, κατανοήσουμε, καταλάβουν, καταλάβετε
Nejauši vārdi
Izplešana grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: εξάπλωση, μεγέθυνση, διαστολή, διάταση, διάτασης, κοιλίας, της κοιλίας
Tulkojumi: εξάπλωση, μεγέθυνση, διαστολή, διάταση, διάτασης, κοιλίας, της κοιλίας