Nolemt grieķu valodā
Tulkojums: nolemt, Vārdnīca: latviešu » grieķu
Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
υπολογίζω, προσδιορίζω, αποφασίζω, καθορίζω, να αποφασίσει, αποφασίζει, αποφασίσει, αποφασίζουν, αποφασίσουν
Saistīti vārdi
Citas Valodas
Saistīti vārdi: nolemt
nolemt valodas vārdnīca grieķu, nolemt grieķu valodā
Tulkojumi
- nolaidība grieķu valodā - αμελώ, αμέλεια, παραμέληση, παραμέλησης, αμέλειας, εγκατάλειψης
- nolaisties grieķu valodā - προσγειώνω, προσγειώνομαι, έδαφος, κατεβαίνω, κατέβει, κατεβαίνουν, κατέλθει, ...
- noliegums grieķu valodā - κανένας, όχι, άρνηση, άρνησης, την άρνηση, η άρνηση, αναίρεση
- noliktava grieķu valodā - μαγαζί, αποθηκεύω, βάζω, αποθήκευση, αποθήκη, αποθήκης, αποθήκες, ...
Nejauši vārdi
Nolemt grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: υπολογίζω, προσδιορίζω, αποφασίζω, καθορίζω, να αποφασίσει, αποφασίζει, αποφασίσει, αποφασίζουν, αποφασίσουν
Tulkojumi: υπολογίζω, προσδιορίζω, αποφασίζω, καθορίζω, να αποφασίσει, αποφασίζει, αποφασίσει, αποφασίζουν, αποφασίσουν