Uzkrītošs grieķu valodā
Tulkojums: uzkrītošs, Vārdnīca: latviešu » grieķu
Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
διαπρεπής, εξαιρετικός, διακεκριμένος, ευδιάκριτος, εντυπωσιακό, εντυπωσιακή, εντυπωσιακά, εντυπωσιακές, χαρακτηριστικό
Saistīti vārdi
Citas Valodas
Saistīti vārdi: uzkrītošs
uzkrītošs valodas vārdnīca grieķu, uzkrītošs grieķu valodā
Tulkojumi
- uzjautrinājums grieķu valodā - ψυχαγωγία, διασκέδαση, διασκέδασης, ψυχαγωγίας, αναψυχής, παρκ
- uzklausīt grieķu valodā - αφουγκράζομαι, ακούω, ακούσετε, να ακούσετε, ακούν, ακούτε
- uzlabojums grieķu valodā - βελτίωση, βελτίωσης, τη βελτίωση, βελτίωση της, η βελτίωση
- uzlabot grieķu valodā - βελτιώνομαι, τροποποιώ, βελτιώνω, βελτίωση, βελτίωση της, βελτιώσει, τη βελτίωση, ...
Nejauši vārdi
Uzkrītošs grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: διαπρεπής, εξαιρετικός, διακεκριμένος, ευδιάκριτος, εντυπωσιακό, εντυπωσιακή, εντυπωσιακά, εντυπωσιακές, χαρακτηριστικό
Tulkojumi: διαπρεπής, εξαιρετικός, διακεκριμένος, ευδιάκριτος, εντυπωσιακό, εντυπωσιακή, εντυπωσιακά, εντυπωσιακές, χαρακτηριστικό