Bedøvelse på gresk
Oversettelse: bedøvelse, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
αναισθησία, αναισθησίας, την αναισθησία, χορήγησης αναισθητικών, αναισθησία με
Andre språk
Relaterte ord: bedøvelse
bedøvelse antonymer, bedøvelse betydning, bedøvelse definisjon, bedøvelse engelsk, bedøvelse fødsel, bedøvelse språk ordbok gresk, bedøvelse på gresk
Oversettelser
- bedømmelse på gresk - δικαστική απόφαση, επιδίκαση, εκδίκαση, επιδίκασης
- bedøve på gresk - ναρκωτικό, φάρμακο, φαρμάκου, ναρκωτικών, φαρμάκων, ναρκωτικά
- befale på gresk - παραγγελία, ξεχωρίζω, διηγούμαι, διατάζω, προστάζω, αφηγούμαι, εντολή, ...
- befaling på gresk - παραγγελία, προστάζω, προσταγή, παραγγέλλω, διατάζω, εντολή, εντολών, ...
Tilfeldige ord
Bedøvelse på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: αναισθησία, αναισθησίας, την αναισθησία, χορήγησης αναισθητικών, αναισθησία με
Oversettelser: αναισθησία, αναισθησίας, την αναισθησία, χορήγησης αναισθητικών, αναισθησία με