Beherske på gresk
Oversettelse: beherske, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
εξουσιάζω, έλεγχος, δάσκαλος, κύριος, πλοίαρχος, πλοίαρχο, κύριο
Relaterte ord
Andre språk
Relaterte ord: beherske
beherske angst, beherske antonymer, beherske betydning, beherske definisjon, beherske grammatikk, beherske språk ordbok gresk, beherske på gresk
Oversettelser
- behandle på gresk - θεραπεύω, μεταχειρίζομαι, κερνώ, κέρασμα, θεραπεία, τη θεραπεία, αντιμετώπιση, ...
- behandling på gresk - επεξεργασία, χρήση, θεραπεία, μεταχείριση, αγωγή, θεραπείας
- behjelpelig på gresk - εξυπηρετικός, βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, βοηθούν
- beholde på gresk - κρατώ, εξακολουθώ, κατακρατώ, διατηρούν, διατηρήσουν, διατηρεί, να διατηρήσει, ...
Tilfeldige ord
Beherske på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: εξουσιάζω, έλεγχος, δάσκαλος, κύριος, πλοίαρχος, πλοίαρχο, κύριο
Oversettelser: εξουσιάζω, έλεγχος, δάσκαλος, κύριος, πλοίαρχος, πλοίαρχο, κύριο