Bylt på gresk
Oversettelse: bylt, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
δεσμίδα, μάτσο, σωριάζω, τσουβαλιάζω, δέσμη, συσσωρεύσει, ομαδοποιούν, συνενώνουν, δέσμες
Andre språk
Relaterte ord: bylt
built construction, bylt antonymer, bylt betydning, bylt definisjon, bylt engelsk, bylt språk ordbok gresk, bylt på gresk
Oversettelser
- bygsel på gresk - μίσθωση, εκμίσθωση, μίσθωσης, μισθίου, μισθωμένων ακινήτων, μισθωτήριο, μίσθωση ακινήτου
- byks på gresk - δεμένος, οριοθέτησης, οριοθέτηση, bounding, συντεταγμένων, συνορεύουσες
- bymessig på gresk - αστικός, αστικών, αστικές, αστική, αστικής
- byrd på gresk - γέννηση, γέννα, καταγωγή, Byrd, Μπερντ, ο Byrd
Tilfeldige ord
Bylt på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: δεσμίδα, μάτσο, σωριάζω, τσουβαλιάζω, δέσμη, συσσωρεύσει, ομαδοποιούν, συνενώνουν, δέσμες
Oversettelser: δεσμίδα, μάτσο, σωριάζω, τσουβαλιάζω, δέσμη, συσσωρεύσει, ομαδοποιούν, συνενώνουν, δέσμες