Forhandling på gresk
Oversettelse: forhandling, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
διαπραγμάτευση, διαπραγμάτευσης, διαπραγματεύσεων, διαπραγματεύσεις, των διαπραγματεύσεων
Relaterte ord
Andre språk
Relaterte ord: forhandling
forhandling antonymer, forhandling av lønn, forhandling betydning, forhandling definisjon, forhandling engelsk, forhandling språk ordbok gresk, forhandling på gresk
Oversettelser
- forhale på gresk - καθυστέρηση, τρυπώ, βαρελοσανίδα, stave, αποτρέψει, εξορκίσει
- forhandle på gresk - διαπραγματεύομαι, διαπραγματευτεί, διαπραγματευθεί, διαπραγματεύονται, διαπραγματευτούν, διαπραγματεύεται
- forhekse på gresk - θέλγω, γοητεύω, bewitch, μαγέψει, μαγεύω
- forheng på gresk - αυλαία, τυλίγω, κουρτίνα, κουρτίνας, παραπέτασμα, κουρτινών
Tilfeldige ord
Forhandling på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: διαπραγμάτευση, διαπραγμάτευσης, διαπραγματεύσεων, διαπραγματεύσεις, των διαπραγματεύσεων
Oversettelser: διαπραγμάτευση, διαπραγμάτευσης, διαπραγματεύσεων, διαπραγματεύσεις, των διαπραγματεύσεων