Grundig på gresk
Oversettelse: grundig, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
πλήρης, διεξοδική, ενδελεχή, εμπεριστατωμένη, λεπτομερή
Andre språk
Relaterte ord: grundig
grundig 32, grundig 40, grundig antonymer, grundig betydning, grundig definisjon, grundig språk ordbok gresk, grundig på gresk
Oversettelser
- grovhet på gresk - τραχύτητα, τραχύτητας, την τραχύτητα, τραχύτητα της, η τραχύτητα
- grovsmed på gresk - σιδηρουργός, σιδεράς, σιδηρουργού, σιδερά, σιδηρουργείο
- grunn på gresk - προσγειώνω, αιτιολογία, προσαράσσω, μαγαρίζω, πάτος, έδαφος, προξενώ, ...
- grunne på gresk - κοπάδι, επιπόλαιος, βρήκα, διαπιστώνω, καθιερώνω, επιβάλλω, ιδρύω, ...
Tilfeldige ord
Grundig på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: πλήρης, διεξοδική, ενδελεχή, εμπεριστατωμένη, λεπτομερή
Oversettelser: πλήρης, διεξοδική, ενδελεχή, εμπεριστατωμένη, λεπτομερή