Grunn på gresk
Oversettelse: grunn, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
προσγειώνω, αιτιολογία, προσαράσσω, μαγαρίζω, πάτος, έδαφος, προξενώ, αιτία, προκαλώ, περίπτωση, κρεβάτι, προσγειώνομαι, λόγος, σκοπός, επιπόλαιος, ρηχός, επειδή, διότι, λόγω, γιατί
Relaterte ord
Andre språk
Relaterte ord: grunn
grunn antonymer, grunn betydning, grunn definisjon, grunn engelsk, grunn fundamentering, grunn språk ordbok gresk, grunn på gresk
Oversettelser
- grovsmed på gresk - σιδηρουργός, σιδεράς, σιδηρουργού, σιδερά, σιδηρουργείο
- grundig på gresk - πλήρης, διεξοδική, ενδελεχή, εμπεριστατωμένη, λεπτομερή
- grunne på gresk - κοπάδι, επιπόλαιος, βρήκα, διαπιστώνω, καθιερώνω, επιβάλλω, ιδρύω, ...
- grunnlag på gresk - ίδρυση, βάθρο, ίδρυμα, βάση, θεμέλιο, βάσει, βάσης
Tilfeldige ord
Grunn på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: προσγειώνω, αιτιολογία, προσαράσσω, μαγαρίζω, πάτος, έδαφος, προξενώ, αιτία, προκαλώ, περίπτωση, κρεβάτι, προσγειώνομαι, λόγος, σκοπός, επιπόλαιος, ρηχός, επειδή, διότι, λόγω, γιατί
Oversettelser: προσγειώνω, αιτιολογία, προσαράσσω, μαγαρίζω, πάτος, έδαφος, προξενώ, αιτία, προκαλώ, περίπτωση, κρεβάτι, προσγειώνομαι, λόγος, σκοπός, επιπόλαιος, ρηχός, επειδή, διότι, λόγω, γιατί