Massiv på gresk
Oversettelse: massiv, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
συμπαγής, στερεός, τεράστιος, ογκώδης, δυνατός, αξιόλογος, ουσιαστικός, μαζική, τεράστια, μαζικές, τεράστιο
Relaterte ord
Andre språk
Relaterte ord: massiv
massiv antonymer, massiv betydning, massiv bordplate eik, massiv definisjon, massiv dør, massiv språk ordbok gresk, massiv på gresk
Oversettelser
- massere på gresk - μασάζ, Massage, υδρομασάζ, για μασάζ
- masseseparasjon på gresk - χωρισμός, διαχωρισμός, μάζα, μάζας, μαζικής, μαζική, μάζης
- mast på gresk - ιστός, κατάρτι, ιστό, σκελετού ανύψωσης, σκελετó ανύψωσης
- mat på gresk - φαγητό, τροφή, τροφίμων, τρόφιμα, των τροφίμων
Tilfeldige ord
Massiv på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: συμπαγής, στερεός, τεράστιος, ογκώδης, δυνατός, αξιόλογος, ουσιαστικός, μαζική, τεράστια, μαζικές, τεράστιο
Oversettelser: συμπαγής, στερεός, τεράστιος, ογκώδης, δυνατός, αξιόλογος, ουσιαστικός, μαζική, τεράστια, μαζικές, τεράστιο