Sak på gresk

Oversettelse: sak, Ordbok: norsk » gresk

Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
αντικείμενο, νοιάζομαι, υπήκοος, ύλη, θέμα, υποκείμενο, πράγμα, υπόθεση, δεσμός, τεύχος, περίπτωση, προκειμένω, την περίπτωση, περίπτωση που
Sak på gresk
Relaterte ord
Andre språk

Relaterte ord: sak

loca people, sak 10, sak 269, sak antonymer, sak betydning, sak språk ordbok gresk, sak på gresk

Oversettelser

  • sagbruk på gresk - πριονιστήριο, πριονιστηρίου, πριονιστηρίων, πριονιστήρια, πριστήριο
  • sagn på gresk - θρύλος, θρύλοι, μύθοι, θρύλους, μύθους, θρύλων
  • sakkyndig på gresk - ειδικός, εμπειρογνώμων, εμπειρογνώμονας, εμπειρογνωμόνων, εμπειρογνώμονα, των εμπειρογνωμόνων
  • saklig på gresk - πραγματικός, αληθινός, πραγματικών, πραγματικές, πραγματικά, πραγματική, πραγματικό
Tilfeldige ord
Sak på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: αντικείμενο, νοιάζομαι, υπήκοος, ύλη, θέμα, υποκείμενο, πράγμα, υπόθεση, δεσμός, τεύχος, περίπτωση, προκειμένω, την περίπτωση, περίπτωση που