Stoppe på gresk
Oversettelse: stoppe, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
σταματώ, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
Relaterte ord
Andre språk
Relaterte ord: stoppe
stoppe antonymer, stoppe betydning, stoppe blødning, stoppe definisjon, stoppe diare, stoppe språk ordbok gresk, stoppe på gresk
Oversettelser
- stolthet på gresk - καμάρι, έπαρση, υπερηφάνεια, υπερηφάνειας, περηφάνια, την υπερηφάνεια
- stopp på gresk - σταματώ, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
- stoppested på gresk - Stopover, Ενδιάμεσος σταθμός, Ενδιάμεση Στάση, στην ενδιάμεση στάση, σε ενδιάμεση στάση
- stor på gresk - ψηλός, τεράστιος, ογκώδης, μεγάλος, απίθανος, μεγάλο, μεγάλη, ...
Tilfeldige ord
Stoppe på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: σταματώ, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
Oversettelser: σταματώ, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει