Ussel på gresk
Oversettelse: ussel, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
ελεεινός, καημένος, χαμηλός, οικτρός, κακόμοιρος, αξιολύπητος, φτωχός, ταπεινός, βρώμικος, άθλιος, χάλια, πενιχρός, βρωμερός, ρυπαρός, άθλιες, άθλιων
Relaterte ord
Andre språk
Relaterte ord: ussel
brussel sprouts, russell peter, ussel antonymer, ussel betydning, ussel bolig, ussel språk ordbok gresk, ussel på gresk
Oversettelser
- usling på gresk - παλιάνθρωπος, φουκαράς, wretch, εξαθλιωμένου, αχρεία, το κάθαρμα
- usmakelig på gresk - ανούσιος, δυσάρεστη γεύση, δυσάρεστης γεύσης, μη καταναλώσιμο, με δυσάρεστη γεύση
- ustabil på gresk - ασταθής, ανερμάτιστος, ασταθή, ασταθείς, ασταθές, ασταθούς
- ustadig på gresk - ασταθής, ευμετάβλητος, πτητικός, αλλοπρόσαλλος, άστατος, άστατη, ευμετάβολη, ...
Tilfeldige ord
Ussel på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: ελεεινός, καημένος, χαμηλός, οικτρός, κακόμοιρος, αξιολύπητος, φτωχός, ταπεινός, βρώμικος, άθλιος, χάλια, πενιχρός, βρωμερός, ρυπαρός, άθλιες, άθλιων
Oversettelser: ελεεινός, καημένος, χαμηλός, οικτρός, κακόμοιρος, αξιολύπητος, φτωχός, ταπεινός, βρώμικος, άθλιος, χάλια, πενιχρός, βρωμερός, ρυπαρός, άθλιες, άθλιων