Utsette på gresk
Oversettelse: utsette, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
αναβάλλω, καθυστέρηση, καθυστέρησης, καθυστερήσεις, αμέσως
Relaterte ord
Andre språk
Relaterte ord: utsette
utsette antonymer, utsette betydning, utsette definisjon, utsette eksamen, utsette engelsk, utsette språk ordbok gresk, utsette på gresk
Oversettelser
- utseende på gresk - παρουσίαση, εμφάνιση, εμφάνισης, εμφάνισή, όψη, την εμφάνιση
- utsending på gresk - απεσταλμένος, απεσταλμένου, Απεσταλμένο, απεσταλμένος του, απεσταλμένου της
- utsikt på gresk - άποψη, σκοπιά, θωριά, όψη, προοπτική, πλευρά, ορίζοντας, ...
- utskifting på gresk - αντικαταστάτης, διακόπτης, αλλάζω, αλλαγή, αντικατάσταση, αντικατάστασης, την αντικατάσταση, ...
Tilfeldige ord
Utsette på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: αναβάλλω, καθυστέρηση, καθυστέρησης, καθυστερήσεις, αμέσως
Oversettelser: αναβάλλω, καθυστέρηση, καθυστέρησης, καθυστερήσεις, αμέσως