Acervo em grego

Tradução: acervo, Dicionário: português » grego

Linguagem de origem:
português
Linguagem alvo:
grego
Traduções:
πακέτο, στοίβα, πλήθος, συσκευάζω, κατακλύζω, τράπουλα, στοιβάζω, στοιβάδα, σωρός, ανάχωμα, συλλογή, συλλογής, τη συλλογή, είσπραξη, είσπραξης
Acervo em grego
Palavras relacionadas
Outras línguas

Palavras relacionadas: acervo

acervo sinonimo, acervo digital, acervo arrocha, acervo seguro, acervo documental, acervo dicionário de língua grego, acervo em grego

Traduções

  • acercar em grego - πλησιάζω, περίφραγμα, πλαισίωση, μέθοδος, περικυκλώνω, κοντά, εσώκλειστο, ...
  • acertar em grego - σουξέ, χτυπώ, βαρώ, απεργία, επιτυχία, χτυπήσει, χτύπησε, ...
  • acesso em grego - ανάδειξη, προώθηση, προσπέλαση, προαγωγή, πρόσβαση, πρόσβασης, την πρόσβαση, ...
  • acessível em grego - πρόχειρος, εύχρηστος, ευπρόσιτος, απαγχονίζω, διαθέσιμος, διαθέσιμα, διαθέσιμες, ...
Palavras aleatórias
Acervo em grego - Dicionário: português » grego
Traduções: πακέτο, στοίβα, πλήθος, συσκευάζω, κατακλύζω, τράπουλα, στοιβάζω, στοιβάδα, σωρός, ανάχωμα, συλλογή, συλλογής, τη συλλογή, είσπραξη, είσπραξης