Acessório em grego
Tradução: acessório, Dicionário: português » grego
Linguagem de origem:
português
Linguagem alvo:
grego
Traduções:
δευτερεύων, υποβοηθητικός, βοηθητικός, επικουρικός, θυγατρική, συνεργός, συμπλήρωμα, αναπληρωτής, αξεσουάρ, εξάρτημα, εξαρτήματος, βοηθητικά, εξαρτημάτων
Palavras relacionadas
Outras línguas
Palavras relacionadas: acessório
acessório gopro, acessório cabelo noiva, acessório essencial, acessório para cães, acessório mp3 coluna philips sba1520/10, acessório dicionário de língua grego, acessório em grego
Traduções
- acesso em grego - ανάδειξη, προώθηση, προσπέλαση, προαγωγή, πρόσβαση, πρόσβασης, την πρόσβαση, ...
- acessível em grego - πρόχειρος, εύχρηστος, ευπρόσιτος, απαγχονίζω, διαθέσιμος, διαθέσιμα, διαθέσιμες, ...
- acessórios em grego - αξεσουάρ, εξαρτήματα, εξαρτημάτων, τα εξαρτήματα, εξαρτήματά
- acetinar em grego - ημερολόγιο, μάγγανο, κατακρεουργώ, ξεσχίζω, μάγγανου, σιδερωτήριο
Palavras aleatórias
Acessório em grego - Dicionário: português » grego
Traduções: δευτερεύων, υποβοηθητικός, βοηθητικός, επικουρικός, θυγατρική, συνεργός, συμπλήρωμα, αναπληρωτής, αξεσουάρ, εξάρτημα, εξαρτήματος, βοηθητικά, εξαρτημάτων
Traduções: δευτερεύων, υποβοηθητικός, βοηθητικός, επικουρικός, θυγατρική, συνεργός, συμπλήρωμα, αναπληρωτής, αξεσουάρ, εξάρτημα, εξαρτήματος, βοηθητικά, εξαρτημάτων