Decretos em grego

Tradução: decretos, Dicionário: português » grego

Linguagem de origem:
português
Linguagem alvo:
grego
Traduções:
παραγγέλλω, θεσπίζω, εντολή, προσταγή, διάταγμα, παραγγελία, θέσπισμα, διατάγματα, διαταγμάτων, αποφάσεις, διατάγματα που, τα διατάγματα
Decretos em grego
Palavras relacionadas
Outras línguas

Palavras relacionadas: decretos

decretos lei 2014, decretos leis, decretos saint germain, decretos da chama violeta, decretos lei angola, decretos dicionário de língua grego, decretos em grego

Traduções

  • decrescer em grego - θέσπισμα, θεσπίζω, μείωση, διάταγμα, φθίνουσα, μειώνοντας, μειώνεται, ...
  • decretar em grego - διάταγμα, θέσπισμα, θεσπίζω, διατάγματος, απόφαση, αποφάσεως, διάταγμα που
  • decrépito em grego - αδύναμος, ανίσχυρος, ασθενικός, υπέργηρος, εξαθλιωμένο, εξαθλιωμένη, ετοιμόρροπη, ...
  • dedal em grego - αραιός, λιγνός, ψιλός, αραιώνω, δακτυλήθρα, φυσιγγίου, δαχτυλήθρα, ...
Palavras aleatórias
Decretos em grego - Dicionário: português » grego
Traduções: παραγγέλλω, θεσπίζω, εντολή, προσταγή, διάταγμα, παραγγελία, θέσπισμα, διατάγματα, διαταγμάτων, αποφάσεις, διατάγματα που, τα διατάγματα