Dono em grego
Tradução: dono, Dicionário: português » grego
Linguagem de origem:
português
Linguagem alvo:
grego
Traduções:
αφέντης, κάτοχος, κτήτορας, ηγετικός, δεξιοτέχνης, ιδιοκτησία, ιδιοκτήτης, αφεντικό, κύριος, μετρ, ιδιοκτήτη, κατόχου, κάτοχο
Palavras relacionadas
Outras línguas
Palavras relacionadas: dono
dono de obra, dono do continente, dono do facebook, dono para que te quero, dono do monaco, dono dicionário de língua grego, dono em grego
Traduções
- donativo em grego - συνεισφορά, δωρεά, συμβολή, δώρο, δώρων, δώρου, το δώρο, ...
- donde em grego - που, πρόσοψη, όπου, όταν, εφόσον
- dor em grego - οδυνηρός, λαχταρώ, πονώ, αλγεινός, πόνος, πόνο, πόνου, ...
- dormir em grego - κοιμάμαι, ύπνος, τσίμπλα, μανίκι, ύπνου, ύπνο, του ύπνου, ...
Palavras aleatórias
Dono em grego - Dicionário: português » grego
Traduções: αφέντης, κάτοχος, κτήτορας, ηγετικός, δεξιοτέχνης, ιδιοκτησία, ιδιοκτήτης, αφεντικό, κύριος, μετρ, ιδιοκτήτη, κατόχου, κάτοχο
Traduções: αφέντης, κάτοχος, κτήτορας, ηγετικός, δεξιοτέχνης, ιδιοκτησία, ιδιοκτήτης, αφεντικό, κύριος, μετρ, ιδιοκτήτη, κατόχου, κάτοχο