Excitação em grego
Tradução: excitação, Dicionário: português » grego
Linguagem de origem:
português
Linguagem alvo:
grego
Traduções:
διέγερση, διέγερσης, διεγέρσεως, τη διέγερση, της διέγερσης
Palavras relacionadas
Outras línguas
Palavras relacionadas: excitação
excitação feminina, excitação atomica, excitação óptica de certas substâncias, excitação atómica por reação química, excitação significado, excitação dicionário de língua grego, excitação em grego
Traduções
- excitador em grego - οδηγός, κηφήνας, βουίζω, ερεθίζων, διεγέρτρια, διεγέρτη, διέγερσης, ...
- excitar em grego - διέγερση, ενθουσιάσει, ενθουσιάζουν, διεγείρει, συναρπάζουν, διεγείρουν
- exclua em grego - αποκλείω, αποκλειστικός, αποκλειστικότητα, διαγραφή, διαγράψετε, διαγράψτε, διαγράψει, ...
- excluir em grego - αποκλειστικότητα, αποκλείω, αποκλειστικός, αποχωρήσετε, εξαιρεθείτε, εξαιρεθείτε από, εξαιρεθούν από, ...
Palavras aleatórias
Excitação em grego - Dicionário: português » grego
Traduções: διέγερση, διέγερσης, διεγέρσεως, τη διέγερση, της διέγερσης
Traduções: διέγερση, διέγερσης, διεγέρσεως, τη διέγερση, της διέγερσης