Fecundo em grego
Tradução: fecundo, Dicionário: português » grego
Linguagem de origem:
português
Linguagem alvo:
grego
Traduções:
πλούσιος, λίπος, γόνιμος, παραγωγικός, χόνδρος, χοντρός, καρποφόρος, γόνιμη, εποικοδομητική, καρποφόρα, καρποφόρες
Palavras relacionadas
Outras línguas
Palavras relacionadas: fecundo
fecundo definicion, fecundo significado, fecundo en ardides, fecundo amare, fecundo dicionario, fecundo dicionário de língua grego, fecundo em grego
Traduções
- fechar em grego - πνιγηρός, πτυχή, κλειδαριά, παραθυρόφυλλο, κολλητός, αποπνιχτικός, διπλώνω, ...
- fecundidade em grego - γονιμότητα, ευφορία, ευγονία, γονιμότητας, τη γονιμότητα, της γονιμότητας, γονιμότητα του
- federação em grego - ομοσπονδία, Ομοσπονδίας, Federation, την ομοσπονδία
- fedor em grego - συμφωνώ, βρομιά, βρομώ, βρόμα, δυσωδία, δυσοσμία, μπόχα, ...
Palavras aleatórias
Fecundo em grego - Dicionário: português » grego
Traduções: πλούσιος, λίπος, γόνιμος, παραγωγικός, χόνδρος, χοντρός, καρποφόρος, γόνιμη, εποικοδομητική, καρποφόρα, καρποφόρες
Traduções: πλούσιος, λίπος, γόνιμος, παραγωγικός, χόνδρος, χοντρός, καρποφόρος, γόνιμη, εποικοδομητική, καρποφόρα, καρποφόρες